λυσσαλέος

λυσσαλέος
-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειν-αλέος, ρωμ-αλέος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυσσαλέος — α, ο 1. γεμάτος λύσσα: Τα σκυλιά όρμησαν λυσσαλέα. 2. μανιακός, παράφορος: Λυσσαλέα πάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυσσαλέη — λυσσαλέος raging mad fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσαλέην — λυσσαλέος raging mad fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσαλέης — λυσσαλέος raging mad fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσαλέοις — λυσσαλέος raging mad masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσαλέου — λυσσαλέος raging mad masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσαλέῃ — λυσσαλέος raging mad fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσαλέῃσιν — λυσσαλέος raging mad fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • αείμαργος — ἀείμαργος, ον (Α) αθεράπευτα λαίμαργος, πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μάργος (= άπληστος, λυσσαλέος. ασελγής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”